ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟ BLOG ΤΟΥ 2ου ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΚΡΗΝΙΔΩΝ.ΕΔΩ ΜΑΘΑΙΝΕΤΕ ΤΑ ΝΕΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ...

Σελίδες

Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Η μητέρα στη Νεοελληνική Λογοτεχνία

«Αναφορά στον Γκρέκο» , ΝΙΚΟΣ  ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ    
                                                      
     
Οι ώρες που περνούσα με την μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να’ ταν ο αγέρας ανάμεά μας και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τά’βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με την φαντασία μου· δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:

            -Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχιωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
            Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λές;» και χαμογελούσε.

            Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να’ χε κατέβει από τον Παράδεισο, σαν να’ χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γής να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
            Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της –από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάδημα του καναρινιού.

            Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να’ χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη. Μπορεί και να’ ναι η νεράιδα, συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε στο παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντιλο, κι από τότε την έφερε σπίτι και την έκαμε γυναίκα του. Κι ολημέρα τώρα πάει κι έρχεται η μάνα μέσα στο σπίτι και ψάχνει να βρεί το κεφαλομάντιλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει. Την κοίταζανα πηγαινοέρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω απ’ το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρεί το μαγικό κεφαλομάντιλό της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου· κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πως ζητάει το κεφαλομάντιλό της να φύγει.




"Μάνα" , Γεράσιμος Μαρκοράς

Μάνα!.. Δε βρίσκεται
λέξη καμία
να ’χει στον ήχο της
τόση αρμονία,
σαν ποιος να σ’ άκουσε
με στήθος κρύο,
όνομα θείο;

Παιδί από σπάργανα
ζωσμένο ακόμα,
με χάρη ανοίγοντας
γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο
που τ’ αγκαλιάζει
και μάνα κράζει.

Στον κόσμο τρέχοντας
ο νέος διαβάτης
πέφτει στ’ αγνώριστα
βρόχια τσ’ απάτης,
και αναστενάζοντας,
Μάνα μου! Λέει,
Μάνα! Και κλαίει.

Της νιότης φεύγουνε
τ’ άνθια κ’ η χάρη
τριγύρω σέρνεται
με αργό ποδάρι,
ώσπου στην κλίνη του,
σα βαρεμένος,
πέφτει ο καημένος.

Και πριν την ύστερη
πνοή του στείλει,
αργά ταράζονται
τα κρύα του χείλη,
και με το μάνα μου!
πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του.



 "Η μανούλα", ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΣΑΣ 

Ποιός την κούνια μας κουνάει,
όταν είμαστε μικράκια;
Ποιός χαμογελά στο πλάι
και γλυκά μας λέει λογάκια
και τον ύπνο προσκαλεί;
Η μαμά μας η καλή!

Τα μαλλιά μας ποιός χτενίζει;

Ποιός μας καμαρώνει, αλήθεια;
Ποιός παιχνίδια μας χαρίζει;
Ποιός μας λέει τα παραμύθια
στη φωτίτσα μας σιμά;
Η γλυκιά μας η μαμά!

Κι όταν κάποτε ένα στόμα

κάτι με θυμό μας λέει,
κι όταν παρακούμε ακόμα,
ποιός πονεί και σιγοκλαίει
κι έχει πίκρα στην καρδιά;
Πάντα η μάνα μας, παιδιά!



"Ο αποχαιρετισμός της μάνας", ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ 

Μισεύεις για την ξενιτιά και μένω μοναχή μου,
σύρε παιδί μου στο καλό και σύρε στην ευχή μου.
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι,
για χάρη σου ν’ ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.

Τα δάκρυά μου να γεννούν διαμάντια σ’ ό,τι αγγίζεις
και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίζεις.
Να πίνεις και να ξεδιψάς και να ‘ναι αυτό γεμάτο,
σα να ‘ναι η βρύση από ψηλά κι εσύ να ‘σαι από κάτω.

Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα,
δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα.
Παιδί μου, αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,
με δίχως βαρυγκώμηση συχωρεμένος να ‘σαι.

Κι αν πάλι το φτωχό καλύβι μας, ντροπή σου φέρνει,
ωστόσο και πάλι θα ‘μαι πρόθυμη, συχώρεση να δώσω.
Μ’ αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε όλοι,
να ‘ναι η ζωή σου, όπου κι αν πας, αγκάθια και τριβόλοι.


  "Η καρδιά της μάνας",  ΑΓΓΕΛΟΣ ΒΛΑΧΟΣ

Ένα παιδί, μοναχοπαίδι, αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.


- Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδιά,
μ’ αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου.


Τρέχει ο νιος, τη μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβάει και ξεριζώνει.
Και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη.


Κυλάει ο νιος και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
- Εχτύπησες, αγόρι μου; και κλαίει!



"Το μικρό μου παιδί", ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ 

Το μικρό μου παιδί
σοβαρή αταξία έκανε πάλι.
Στο πεζούλι του σύμπαντος σκαρφάλωσε,
σκούντησε με το χέρι του
το κρεμασμένο
στον τοίχο τ’ ουρανού
κόκκινο πιάτο,
κι έχυσε όλο το φως επάνω του.

Ο Θεός απόρησε
που είδε τον ήλιο
ντυμένο ρούχα παιδικά
να κατεβαίνει τρέχοντας
της φαντασίας μου τη σκάλα
και να έρχεται σε μένα.

Κι εγώ κάθομαι τώρα
και μαλώνω αυστηρά
το μικρό μου παιδί,
ενώ κλέβω κρυφά
τον χυμένο επάνω του ήλιο.


"Η Μάννα", ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ

Ο Δήμος ο σκληρόκαρδος
με χέρια αφορεσμένα,
κτυπά και δέρνει αλύπητα
τη μάννα που τον ‘γέννα.

Ως που μια μέρα η δύστυχη,
μες του καημού το βάρος,
πικρά τον καταράστηκε:
- Που να σε κόψει ο Χάρος!

Το λόγο δεν απόσωσε
να κι η κατάρα πιάνει,
να τον κι ο Χάρος πούρχεται
με κοφτερό δρεπάνι.

Τα κόκκαλά του τρίζουνε
τα μάτια αλλοιθωρίζουν,
τα παγωμένα χνώτα του
του λιβανιού μυρίζουν.

- Κυρά, το Χάρο εφώναξες;
εμένα λένε Χάρο
πούναι τον, μάννα, πούναι τον
το γυιο σου να τον πάρω;

- Παράκουσες, κυρ Χάροντα,
μα τη ζωή του Δήμου!
Εγώ για μένα σ’ έκραξα,
όχι για το παιδί μου!



"Η Ελληνίδα μητέρα", ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

Κρέμεται το σπαθί κοντά στην κούνια σου, καλό μου,
αλλά το χέρι δεν είναι που το ’σφιγγε στη νίκη.
Μακρύς ο λάκκος π’ άνοιξε και κλει το γίγαντά μου.
Κάμπους, βουνά, χωρίς αυτόν μάχης καπνοί σκεπάζουν.
αλλ’ αυτό τώρα που κουνώ τ’ αμέριμνο κορμάκι
αύριο θα γίνει δύναμη που ο λογισμός κινάει,
και στήθι αντρίκειο θα σταθεί στες σαϊτιές της μοίρας.
Βρέχει τα βέλη της αυτή στα ύψη των ανδρείων,
που εκεί στημένοι στερεοί λάμπουν στη μάχη θείοι.
Χαρές και πλούτη να χαθούν, και τα βασίλεια, κι όλα,
τίποτε δεν είναι, αν στητή μέν’ η ψυχή κι ολόρθη.
Όλα τα ερείπια γύρω της κοιτά χαμογελώντας,
κι ανθοί σ’ αυτά, παντού κι αργά, βλασταίνουν ως τον τάφο.
φυτρώνει και στο σκότος του του Παραδείσου τ’ άνθι.
Του κόρφου συ, της αγκαλιάς αγαπημένο βάρος,
σπούδαξε, μην αργοπορείς βάρος να γίνεις τρόμου
εκεί που οι χείμαρροι του εχθρού τρομαχτικά βρυχίζουν.
Αλλά το χέρι σου ζωστό πλια στο λαιμό μου γύρω
δε θα ’ναι τότε, αλλά σ’ αυτό τ’ ολεθροφόρο ξίφος.
Της Μοίρας έτσ’ οι δύναμες, όσο τρανές κι αν είναι,
κι αν πέσεις συ στον πόλεμο, μένουν εκείνες, όπως
της κούνιας τα κινήματα που τώρα σε κοιμίζουν.
Μεγάλωσε, μεγάλωσε, μη δίχως μάνα μείνεις.
Θα ζώσει εκείνη το σπαθί μες στο βυζί αποκάτου,
κι εμπρός ! σημαία και σπαθί, ψυχή, ψυχή, και νίκη !
Την ψυχή μέσα μου γρικώ του ποθητού πατρός σου,
και χίλιες, χίλιες γύρω μου ξαστράφτουν Αμαζόνες.
Άντρες, γυναίκες είν’, κανείς δε θα ρωτά στη μάχη.
Κοίτα τους λάκκους ! – αλλά τι μπορείς συ να κοιτάξεις;
Άπειρους λάκκους, άπειρους γεμίζουν οι νεκροί μας.
πέφτουμ’ εμείς, το έργο μας για την πατρίδα μένει,
και σ’ όλα ζει τα στήθη μας τούτ’ η πνοή και μόνη,
που φλόγα γίνεται φριχτή καθολικού πολέμου,
που κάθε γη και θάλασσα παντού περιλαβαίνει,
που ζώνει εσέ και σκίρτημα και της κουνιάς σου δίνει.
Σκίρτα, κουνιά, μ’ ευχή χαράς για το καλό που θα ’ρθει !
Γλυκά κι η τύχη μού γελά, γιατί η στιγμή ’ναι τούτη
που τ’ ακριβά σου βλέφαρα σηκώνονται κι αφήνουν
το χαμογέλιο της ματιάς να λάμψει, σ’ όλα τ’ άλλα
αβέβαιο και τρεμάμενο, αλλ’ όχι και σ’ εμένα.
Έλα σ’ εμέ, των σπλάχνων μου γλυκό βλαστάρι. θέλω
για μια στιγμή γοργά ’π’ αυτό το σπίτι να μακρύνω.
θέλω το μέτωπ’ ο καπνός της μάχης να σου ’γγίξει, 
πλατιά το στήθος σου, βαθιά, να πνέξει ολέθρου φλόγα.

Μετάφραση Γεωργίου Καλοσγούρου (1849-1902), «Διονυσίου Σολωμού τα Ιταλικά ποιήματα», Εκδ. Ελευθερουδάκη, Αθήνα 1921 – Γ. Καλαματιανού, Μ. Σταθοπούλου-Χριστοφέλλη, Ν. Κοντόπουλου, Ευ. Φωτιάδη, Ηλ. Μηνιάτη «Νεοελληνικά Αναγνώσματα Β΄ Λυκείου»,Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1978, σ. 95-96)



"Στὴν Μητέρα του", ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
(1874, Λυρικὸ ποίημα ἀφιερωμένο στὴ μάνα του )


“Μάννα μου, ἐγώ ᾽ μαι τ᾽  ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι
ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽  ὅπου κι ἂν περάσει,
δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει.


Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽  ἀφρισμένη,
παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι
κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.


Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽  ἀράξω
μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω.


Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω
τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽  ἀγναντέψω.
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω
κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.


Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου
ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο
εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη
π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει.


Κι ἐκείνη μ᾽  ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη:
Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ  γεννήθης
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες
ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες”.


 "Της μητέρας μου", ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Μητέρα μου· παιδί σου ἐμὲ πιστὸ
μὲ ἀφήνει ἡ κάθε μέρα ποὺ διαβαίνει.
Σὲ μὲ τὸ πρόσωπό σου εἰκονιστὸ
καὶ μέσα μου ἡ ψυχή σου φωληασμένη.

Δὲ σ᾿ ἔνοιωσα πρὶν νὰ σὲ χωριστῶ
μὰ ἡ θύμησή σου ἀκέρηα ποὺ μοῦ μένει,
μοῦ δείχνει ἐμένα, ἐκεῖ νὰ ἐξιλαστῶ
γιὰ πάντα θλιβερὴ μετανοιωμένη.

Πιστὸ παιδί σου. Τὴ μαρτυρικὴ
ζωή σου ζωή μου νὰ τὴ νοιώσω
Μητέρα μου καλή, πονετική.

Καὶ στὸν κρυφὸ καημό σου, νὰ μὴ δοῦν
τὸ πόνο σου ὅσοι ἀγάπαγες, νὰ δώσω
καὶ γὼ τὰ σπλάχνα μου – ἄνθη νὰ μαδοῦν …


 "Το τραγούδι της μάνας", ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

Τρία σύγνεφα ταξίδευαν
-Τραγούδα το σιγά-
Τρία σύγνεφα ταξίδευαν
Κατὰ τὸ Καρπενήσι...

Τό ῾να ψηλὰ κρεμάμενο
-Φλογέρες θὰ τὸ ποῦνε-
Τό ῾να ψηλὰ κρεμάμενο
Λαμπάδιαζε στὴ δύση.

Τ᾿ ἄλλο βοριὰς τὸ μάχουνταν
-Τραγούδα το σιγά-
Τ᾿ ἄλλο βοριὰς τὸ μάχουνταν
Καὶ σὰν ἀχνὸς ἐχάθη...

Τὸ τρίτο τὸ πυκνότερο
-Φλογέρες θὰ τὸ ποῦνε-
Τὸ τρίτο τὸ πυκνότερο
Τ᾿ ἀργοταξιδεμένο

Ἀπάνου ἀπὸ τὴ κούνια μου
-Τραγούδα το σιγά-
Ἀπάνω ἀπὸ τὴ κούνια μου
Ἀρμένισε κι ἐστάθη
Βαριὰ φουρτουνιασμένο...




"Μάνα και Γιος", ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να 'χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: "Ίτε παίδες Ελλήνων ..."
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ' ανέβαιναν
Με τη ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ' αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ' την άλλη.




"Μάνα γλυκυτάτη", ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΕΡΙΤΗΣ
(΄Απαντα ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Εκδόσεις ΔΑΜΑΣΚΟΣ, Αθήναι, 1968)

Θέ μου, να κάμω σε Σένα θερμή προσευχή!
Θέ μου, η αγάπη Σου ας είν΄ πιο βαθιά, πιο γλυκιά για τη Μάνα!
Μέσα της κάμε ν΄ απλώνεται πάντα η δική Σου γαλήνη,
και στις πληγές της καρδιάς της η χάρη Σου βάλσαμο ας γίνη.
Μάνα γλυκύτατη, Μάνα ουρανόσταλτη, ατίμητη Μάνα!
δε σε θαμπώνουν απάτες εσένα κι΄ονείρατα πλάνα.
Πάνω στο χρέος ακοίμητη εσύ, νύχτα - μέρα σκυμμένη,
τ΄άπειρο ακούς μέσ΄τα χάη μια - μια τις στιγμές να σημαίνη.
Τόσο η ψυχή σου είν΄απλή, που μιλά με τ΄αμίλητα πλάσματα,
κι ούτε γελιέσαι ποτέ μ΄όσα φτιάνει το ψέμα φαντάσματα.

Μάνα, η στοργή σου μεγάλη κι΄απέραντη όσο η πλάση!
Ποιός θα μπορέση ως βαθιά την καρδιά σου ποτέ να διαβάση;
Μάνα, η στοργή σου πασίχαρη σαν τις αχτίδες του ήλιου,
μέσ΄στη χαρά του χρυσού προσκαλεί μαγικού σου βασίλειου.
Πώς με βελούδινα δάχτυλ΄αγγίζεις τους πόνους μας και τους γλυκαίνεις
Μάνα γλυκύτατη, όλα τα βάσανα συ τ΄απαλαίνεις!
Πάνω απ΄το λίκνο μας σκύβοντας, άγγελε - ώ τη χαρά σου!
τα μεταξένια σου απλώνεις φτερά, τα μεγάλα φτερά σου.
΄Ω το γλυκό, τρυφερό σου, μανούλα, κι΄ολόθερμο φίλημα,
στου βρεφικού μας ονείρου τ΄αθώο κι΄απλό παραμίλημα!
΄Ω, πώς πονάς όταν βλέπεις εμάς στο κρεββάτι του πόνου,
και στους δικούς μας κινδύνους, καλή, πόσα φίδια σε ζώνουν!
Πόσες φορές σου τρυπάμε, φτωχή, την καρδιά με μαχαίρι,
και πόσες άλλες σηκώσαμε απάνω σου βέβηλο χέρι!
Πόσες φορές σ΄ανεβάσαμε απάνω σε ξύλον οδύνης,
δίχως εσύ και μια λέξη πικρή παραπόνου ν΄αφήνης!
Κ΄ώ, πόσες άλλες φορές στου φρικτού Γολγοθά μας τα σκότη
μόνη σου κλαις, σ΄ένα θρήνο βουβό, τη χαμένη μας νιότη!
΄Ολα μας ταμαθες, Μάνα γλυκύτατη, ατίμητη Μάνα,
και με της Πίστης μας τ΄άγιο μας έθρεψες κ΄άφθαρτο μάννα.
΄Ενα κομμάτι χτυσάφι μας έκρυψες μέσα βαθιά μας,
να μπουμπουκιάσουν οι ανθοί λαχταράς του καλού στην καρδιά μας.

Μάνα! πού βρήκες την τόση στοργή, την αγάπη την τόση;
Μέσ΄στην ψυχή σου απ΄το χέρι του Πλάστη μας έχει φυτρώσει!
Μάνα, που πήρες απ΄ όλα τα πλάσματ΄ ανώτερο θρόνο,
άφθαρτη μένει κι΄ ανέγγιχτ' η δόξα σου μέσα στο χρόνο.
Μεσ΄στην αγκάλη σου, ώ θαύμα! κρατάς το Θεό μας, Μητέρα,
κι΄ είσαι απ΄τη γη κι΄απ΄τους κόσμους των άστρων, εσύ, ΠΛΑΤΥΤΕΡΑ!!!



"Μητρότητα", ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Την έβλεπε συχνά στον ύπνο του
Εδώ και χρόνια πεθαμένη μου μητέρα
Και πάντα το παράξενο εκείνο όνειρο
Το μισοσκότεινο δωμάτιο, όπως τότε
Οι σιγανές κουβέντες πλάι στο φέρετρο
Κι οι φλόγες των κεριών που τρέμαν
καθώς από την ανοιγμένη πόρτα
έμπαινε αθόρυβα η μεγάλη νύχτα
Όλα τα ίδια, μόνο εκείνη δεν ήταν η ίδια
Α μητέρα,
θέλω να πω.. δεν ήταν πια μονάχη
Μα δίπλα της σ ένα άλλο φέρετρο.. ξανά εκείνη
Το ίδιο αγαπημένο πρόσωπο πεθαμένο δυο φορές
Τα ίδια εκείνα χέρια που όλα τα συγχωρούσαν σταυρωμένα δυο φορές
Δυο μητέρες όμοιες, πλαγιασμένες σε δυο φέρετρα
Λες κι η απέραντη πλημμυρισμένη της μητρότητα
που την είχε κάνει να ζήσει αμέτρητες ζωές
να μη χωρούσε τώρα μόνο σε ένα θάνατο.



"Η μητέρα μου", ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

«…Κ’ η φωνή της μητέρας, πόσο σύγχρονη, καθημερινή, σωστή, -
μπορεί να προφέρει φυσικά τα πιο μεγάλα λόγια
ή και τα πιο μικρά, στην πιο μεγάλη σημασία τους, όπως:
“μια πεταλούδα μπήκε απ’ το παράθυρο”,
ή: “ο κόσμος είναι ανυπόφορα υπέροχος”,
ή “θα χρειαζόταν πιότερο λουλάκι στις λινές πετσέτες”,
ή “μου διαφεύγει μια νότα απ’ αυτήν την ευωδιά της νύχτας”,
και γελάει, ίσως για να προλάβει κάποιον που μπορούσε να γελάσει –
Αυτή η βαθιά της κατανόηση κ’ η τρυφερή επιείκεια
για όλους και για όλα (σχεδόν μια περιφρόνηση), -
τη θαύμαζα πάντα και την τρόμαζα
μ’ αυτή την ενσυνείδητη, υψηλή περηφάνια της,
αναμιγνύοντας το μικρό, πονηρό, πολυδιάστατο γέλιο της,
με το μικρό κρότο του σπίρτου και τη φλόγα του σπίρτου,
καθώς άναβε την λάμπα της τραπεζαρίας,
κ’ ήταν εκεί, φωτισμένη απ’ τα κάτω,
μ’ εντοπισμένο πιο ισχυρό το φωτισμό το ευθύγραμμο πηγούνι της
και στα λεπτά, παλλόμενα ρουθούνια της, που για λίγο
σταματούσαν ν’ ανασαίνουν και στένευαν
σαν για να μείνει κοντά μας, να σταθεί, ν’ ακινητήσει
μη διαλυθεί σα μια στήλη γαλάζιος καπνός στις πνοές της νύχτας,
μην την πάρουν τα δέντρα με τα μακριά κλαδιά τους, μη φορέσει
τη δαχτυλήθρα ενός άστρου για ένα απέραντο εργόχειρο –
Έτσι έβρισκε πάντα η μητέρα την πιο ακριβή της κίνηση και στάση
ακριβώς τη στιγμή της απουσίας της, – πάντα φοβόμουνα
μήπως χαθεί απ’ τα μάτια μας, μήπως αναληφθεί καλύτερα, -
όταν έσκυβε να δέσει το σανδάλι της που άφηνε απ’ έξω τα υπέροχα
βαμμένα, κυκλαμένια νύχια της ή όταν διόρθωνε
τα μαλλιά της μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη με μια κίνηση
της παλάμης της τόσο χαριτωμένη, νεανική κι ανάλαφρη
σα να μετακινούσε – τέσσερα αστέρια στο μέτωπο του κόσμου,
σα να ‘βαζε να φιληθούν δυο μαργαρίτες πλάι στην κρήνη
ή σα να κοίταζε με τόλμη στοργική δυο σκυλιά
να κάνουν έρωτα καταμεσίς του σκονισμένου δρόμου
σ’ ένα καυτό, θερινό μεσημέρι.
Τόσο απλή και πειστική ήταν η μητέρα,
επιβλητική κι ανεξερεύνητη.» […]

(Γ. Ρίτσος, “Ορέστης, Τέταρτη διάσταση”, εκδ. Κέδρος)



"Νοσοκομείο Ερυθρού Σταυρού", ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ

«Τα χέρια σου τα κέρινα/ η Παναγιά εκράτει.
Χιόνιζε στα σεντόνια σου/ και σ’ όλο το κρεβάτι.

Η κόκκινη λιανή γραμμή/ του πλαστικού σωλήνα
από τη φανερή πληγή/ σαν το ποταμάκι εκίνα.

Κι έφευγαν απ’ τα μάτια σου/ σκιαγμένα τα τρυγόνια
και μ’ έφερναν σ’ άλλους καιρούς/ και στα μικρά μου χρόνια.

Μικρά πολύ πικρά πολύ/ χτισμένα γύρα γύρα
και μόνο από τη χούφτα σου/ σπυρί χαράς επήρα.»


"Η μπαλάντα της μάνας", ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ

“Την ώρα αυτή που τα μωρά ξυπνάνε
πάνω στου στήθους τη ζεστή φωλιά
πού να ‘ναι κι ο δικός μου γιος; πού να ‘ναι;

Στης θάλασσας μέσα την αγκαλιά
με δίχως νανουρίσματα κοιμάται…
Κοιμάται ο γιος μου μη μου τον ξυπνάτε
κύματα, πιο βαθιά μη μου τον πάτε
της άρμης σας πικρά είναι τα φιλιά.

Ποιο άλλο μικρό δέχτηκε τέτοια χάδια;
Πίνει για γάλα τον πικρόν αφρό
του κύματος φοράει τα τυλιγάδια
τριγύρω στο λαιμό τον τρυφερό.
Πού είδατε αλλού τέτοιο ακριβό γιορντάνι;
Νάνι του, νάνι, νάνι- νάνι- νάνι
Σωπάτε, νάνι, το παιδί μου κάνει
Κι έχει για κούνια, τώρα το νερό.

Και για πνιγμούς, για τραγικά ναυάγια
μέσα στις νύχτες του όλο ιστορεί.”
Για της νεράιδας- θάλασσας τα μάγια
Που παίρνει όποιον τις νύχτες τη θωρεί
- Αποκοιμούνται στο μαστό τα βρέφη -
Μένανε, η άρμη το παιδί μου τρέφει
με το μικρό του δαχτυλάκι γνέφει
της τρικυμίας ν’ αρχίσουν οι χοροί.

Μ’ απόψε, η θάλασσα είναι σαν το λάδι
- πλατειά, θαρρείς, που απλώθηκε στρωμνή –
μαυρίζει, αίμα πνιγμένου, το σκοτάδι.
Παιδί μου, ακούς της μάνας τη φωνή;
Πού απόψε, αυτή σου σιγοτραγουδάει:
“Μαζί θα κοιμηθούμε, πλάι πλάι
νάνι, κανένας μη μου το ξυπνάει
γιατί η καρδούλα του ίσως να πονεί.”

(“Τα ωραιότερα ποιήματα για τη μάνα”, εκδ. Καστανιώτης)




 "Η μάνα του Χριστού", Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,
ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!
Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο ἀξαίνει
καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.

Τὴ χαρά σου, Λαοθάλασσα, κῦμα τὸ κῦμα,
τῶν ἀλλῶνε τὰ μίση καιρὸ τήνε θρέφαν
κι᾿ ἂν ἡ μαύρη σου κάκητα δίψαε τὸ κρῖμα,
νὰ ποὺ βρῆκε τὸ θῦμα της, ἄκακο θῦμα!

Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!

Ἕνα κόκκινο σπίτι σ᾿ αὐλὴ μὲ πηγάδι. . .
καὶ μία δράνα γιομάτη τσαμπιὰ κεχριμπάρι. . .
νοικοκύρης καλὸς νὰ γυρνᾷς κάθε βράδι,
τὸ χρυσό, σιγαλὸ καὶ γλυκὸ σὰν τὸ λάδι.

Κι᾿ ἅμ᾿ ἀνοίγῃς τὴν πόρτα μὲ πριόνια στὸ χέρι,
μὲ τὰ ροῦχα γεμάτα ψιλὸ ροκανίδι,
(ἄσπρα γένια, ἄσπρα χέρια) ἡ συμβία περιστέρι
ν᾿ ἀνασαίνῃ βαθιὰ τ᾿ ὅλο κέδρον ἀγέρι.

Κ᾿ ἀφοῦ λίγο σταθῇς καὶ τὸ σπίτι γεμίσῃ
τὸν καλό σου τὸν ἤσκιο, Πατέρα κι᾿ Ἀφέντη,
ἡ ἀκριβή σου νὰ βγάνῃ νερὸ νὰ σοῦ χύσῃ,
ὁ ἀνυπόμονος δεῖπνος μὲ γέλια ν᾿ ἀρχίσῃ.

Κι᾿ ὁ κατόχρονος θάνατος θἄφτανε μέλι
καὶ πολλὴ φύτρα θ᾿ ἄφηνες τέκνα κι᾿ ἀγγόνια
καθενοῦ καὶ κοπάδι, χωράφια κι᾿ ἀμπέλι,
τ᾿ ἀργαστήρι ἐκεινοῦ, ποὺ τὴν τέχνη σου θέλει.

Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,
γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .
Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,
λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,
ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.
Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθὼς κλαίει, σὰν τῆς παίρνουν τὸ τέκνο, ἡ δαμάλα,
ξεφωνίζω καὶ νόημα δὲν ἔχουν τὰ λόγια.
Στύλωσέ μου τὰ δυό σου τὰ μάτια μεγάλα.
Τρέχουν αἷμα τ᾿ ἀστήθια, ποὺ βύζαξες γάλα.

Πῶς ἀδύναμη στάθηκε, τόσο ἡ καρδιά σου
στὰ λαμπρὰ Γεροσύλυμα Καίσαρας νὰ μπῇς!
Ἂν τὰ πλήθη ἀλαλάζανε ξώφρενα (ἀλιά σου!)
δὲν ἤξεραν ἀκόμα οὔτε ποιὸ τ᾿ ὄνομά σου!

Κεῖ στὸ πλάγι δαγκάναν οἱ ὀχτροί σου τὰ χείλη. . .
Δολερὰ ξεσηκώσανε τ᾿ ἄγνωμα πλήθη
κι᾿ ὅσο ὁ γήλιος νὰ πέσῃ καὶ νἄρθῃ τὸ δείλι,
τὸ σταυρό σου καρφώσαν οἱ ὀχτροί σου κι᾿ οἱ φίλοι.

Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!


"Πως να πειράξω τη μητέρα", Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΣ

Πώς να πειράξω τη μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;

Πώς ν' αρνηθώ ή ν' αναβάλλω
ό,τι ορίζει κι απαιτεί,
αφού στη γη δεν έχω άλλο
κανένα φίλο σαν κι αυτή;

Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
με είχε βρέφος απαλό
με κάθιζε στα γόνατά της
και μ' έμαθε να ομιλώ.

Αυτή με τρέφει και με ντύνει,
όλο το χρόνο που γυρνά,
και δίπλα στη μικρή μου κλίνη,
σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.

Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω,
φιλά, να γιάνει την πληγή,
αυτή, τι πρέπει εγώ ν' αφήσω
και τι να κάνω μ' οδηγεί.

Πώς το λοιπόν τέτοια μητέρα
να κάνω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;


"Μην απορείς, μητέρα", ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ

Μην απορείς, μητέρα, μην τρομάζεις
τούτα τα ποιήματα διαβάζοντας. Θα τα βρίσκεις, βέβαια,
λίγο στενάχωρα, σάμπως να θέλουν
από τις λέξεις μέσα να βγουν. Ίσως, ακόμα,
το γιο σου μέσα τους να μην αναγνωρίζεις. Κι όμως
δικά του είναι μητέρα· αυτόν εικονίζουν.
Πάσχουν κι αυτά όπως κι αυτός από ασφυξία,
χάνονται μέσα τους, γυρίζουν, επιστρέφουν,
πάσχουν να βγουν από τις λέξεις όπως κι εκείνος
πάσχει να βγει από το πετσί του μέσα.

Μην απορείς, μητέρα, μην τρομάζεις· προ παντός
μη σε κυριέψει απελπισία· κάτι στηρίζει
το γιο σου, που εσύ δεν βλέπεις:
μέσα του, από τα πόδια ως την κορφή, είναι μια κολόνα
που τον στυλώνει, τον κρατά μ' όρθιο κεφάλι,
που τον ψυχώνει, βήμα με βήμα, αγκώνα με αγκώνα,
μέσ' απ' τα ερείπια ν' ανοίγει δρόμο και να προχωράει.




"Με τι μάτια τώρα πια", ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Βιάστηκες μητέρα να πεθάνεις.
Δεν λέω, είχες αρρωστήσει από φασισμό
κι ήταν λίγο το ψωμί έλειπα κι εγώ στην εξορία
ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες
μα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις
τα εξηντατέσσερα
μπορούσες να 'σφιγγες τα δόντια
έστω κι αυτά τα ψεύτικα τα χρυσά σου δόντια
μπορούσες ν' αρπαζόσουνα από 'να φύλλο πράσινο
απ' τα γυμνά κλαδιά
απ' τον κορμό
μα ναι το ξέρω
γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα
να πιαστείς
όμως εσύ να τα 'μπηγες τα νύχια
και να τραβούσες έτσι πεντέξι-δέκα χρόνια
σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος
κολλημένους στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού.
Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδείς
να ξαναδείς ειρηνικότερες ημέρες και να πας
στο παιδικό σου σπίτι με τον φράχτη πνιγμένο ν στα λουλούδια
να ζήσεις μες στη δίκαιη γαλήνη
ακούγοντας τον πόλεμο
σαν τον απόμακρο αχό του καταρράχτη
να 'χεις μια στέγη σίγουρη σαν άστρο
να χωράει το σπίτι μας την καρδιά των ανθρώπων
κι από τη μέσα κάμαρα-
όμως εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ
και τώρα με τι χέρια να 'ρθεις και να μ' αγγίξεις μέσ'
από τη σίτα*
με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που 'χω τριγύρω μου τις πέτρες
σιγουρεμένες σαν ντουβάρια φυλακής
με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα δω χωράει
όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου
τσαλαπατημένη
κι από τον δίπλα θάλαμο ποτίζει η θλίψη
σαν υγρασία σάπιου χόρτου.


  "ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ", Δ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ

Η μητέρα του ήταν μια τρυφερή,ευαίσθητη και υπομονετική γυναίκα.Στο σπίτι
υπήρχαν δυο εξουσίες που υπολόγιζαν όλοι:του Θεού και του πατέρα.Στον άντρα της
δεν αντιμιλούσε ούτε του εναντιωνόταν ποτέ.Μόνο μια φορά τόλμησε όταν τον είδε να
δέρνει με μανία το παιδί τους,το Μανώλη,επειδή έδωσε ένα νόμισμα στη μαϊμού ενός
πλανόδιου γύφτου αντί να αγοράσει αλάτι.Εκείνη τη φορά η μητέρα προσπάθησε να
συγκρατήσει τον άντρα της,για να μη σκοτώσει το παιδί.Πρόκειται για μια γυναικεία
μορφή χαρακτηριστική της εποχής της. Διακρίνεται,όπως και άλλες γυναίκες της
εποχής,για την εργατικότητα και τη νοικοκυροσύνη της.Ήταν άξια, προκομμένη και
εργατική γυναίκα.Την έβλεπαν σαν το σκεπασμένο ήλιο,που τον μαντεύεις,μα οι
αχτίδες του δεν φτάνουν ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε.Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να
χαϊδέψει τα παιδιά και να τα πάρει στα γόνατά της και να τους πει ένα παραμύθι.Ο
Μανώλης τη θυμάται να δουλεύει πάντα ασταμάτητα,προσπαθώντας να προλάβει όλες
τις δουλειές μέσα στο σπίτι αλλά και στα χωράφια.Ξυπνούσε πολύ πρωί για να
ετοιμάσει το φαγητό,να φροντίσει το μωρό στην κούνια,να πλύνει και να φροντίσει το
καθημερινό νοικοκυριό του σπιτιού.



"Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΔΕΝ ΕΛΕΓΕ ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΑΝΤΑ", ΑBBAS MAHMOUD AL AKKAD

Η μάνα μου, μού είπε ψέματα οχτώ φορές.Αυτή η ιστορία ξεκινάει με τη γέννηση μου. Ήμουν μοναχογιός μιας οικογένειας πολύ φτωχής.

Δεν είχαμε ούτε τα απαραίτητα για να καλύψουν τις ανάγκες μας. Όταν καμιά φορά
βρίσκαμε λίγο ρύζι για φαγητό η μάνα μου, μου έδινε το μερίδιό της και μου έλεγε, ενώ κένωνε το πιάτο της στο δικό μου: "Φάε αυτό το ρύζι παιδί μου, εγώ δεν πεινάω".
Αυτό ήταν το πρώτο της ψέμα!

Όταν μεγάλωσα  λίγο,η μάνα μου πήγαινε,αφού τελείωνε με τις δουλειές του σπιτιού,
στο διπλανό ποτάμι για ψάρεμα,με την ελπίδα να πιάσει ένα ψάρι για να με βοηθήσει στην ανάπτυξη του σώματός μου. Κι όταν μια φορά έπιασε δύο ψάρια, έτρεξε στο σπίτι και ετοίμασε το φαγητό και έβαλε τα δυο ψάρια μπροστά μου. Εγώ άρχισα να τρώω το πρώτο ψάρι κι αυτή έτρωγε ό,τι περίσσευε από το κρέας και τα αγκάθια. Η καρδιά μου ράγισε γι` αυτήν, της έβαλα το δεύτερο ψάρι μπροστά της να το φάει. Αυτή όμως μου το επέστρεψε αμέσως λέγοντας: "Φάγε παιδί μου και το δεύτερο ψάρ.ι δεν το ξέρεις ότι δεν μ` αρέσουν τα ψάρια."
Αυτό ήταν το δεύτερό της ψέμα!

Όταν μεγάλωσα, έπρεπε να πάω σχολείο, αλλά λεφτά δεν είχαμε γι` αυτό. Η μάνα πήγε σε έναν έμπορα και έκλεισε μαζί του μια συμφωνία. Να γυρνάει στα σπίτια και να πουλάει τα ρούχα στις γυναίκες. Ένα βροχερό βράδυ η μάνα μου άργησε στη δουλειά της. Πήγα έξω στους γύρω δρόμους να τη βρω.Την βρήκα να κουβαλάει τα εμπορεύματα και να χτυπάει τις πόρτες. Της φώναξα: "Μάνα ας επιστρέψουμε στο σπίτι,είναι πολύ αργά και κάνει πολύ κρύο.Μπορείς να συνεχίσεις τη δουλειά το πρωί" . Αυτή χαμογέλασε λέγοντας: "Μα δεν είμαι κουρασμένη παιδί μου".
Αυτό ήταν το τρίτο της ψέμα!

Μια μέρα είχα τις εξετάσεις του τέλους της χρονιάς.Η μάνα μου επέμενε να έρθει μαζί μου.Εγώ μπήκα στην τάξη, ενώ αυτή με περίμενε στον καυτό ήλιο.Όταν βγήκα με αγκάλιασε με στοργή και αγάπη και μου έδωσε ευχή για καλή επιτυχία. Μαζί της βρήκα ένα ποτήριμε κρύο χυμό. Το ήπια μέχρι που ξεδίψασα. Παρόλο που η αγκαλιά της μάνας μου ήταν πιο κρύα και πιο ασφαλής.Ξαφνικά κοίταξα τη μάνα μου και είδα το πρόσωπό της να ιδρώνει από την πολλή ζέστη. Αμέσως της  έδωσα το ποτήρι λέγοντας: "Πιες μάνα". Αυτή μου απάντησε: "Πιες εσύ παιδί μου,εγώ δεν διψάω."
Εκείνο ήταν το τέταρτο ψέμα που μου είπε!

                                                               
Μετά το θάνατο του πατέρα μου έπρεπε να ζήσει ως χήρα και μάνα με όλες τις ευθύνες του σπιτιού.Τώρα πια έπρεπε αυτή να ικανοποιήσει όλες τις ανάγκες μας.Η ζωή μας έγινε πιο δύσκολη,υποφέραμε από πείνα. Ο θείος μου έμενε δίπλα μας,ήταν καλός άνθρωπος,μας βοηθούσε με όσα μπορούσε.Όταν οι γείτονες είδαν την κατάστασή μας,πρότειναν στη μάνα μου να ξαναπαντρευτεί έναν άντρα για να μας βοηθήσει,αφού ήταν ακόμα μικρή. Αυτή όμως απέρριψε την ιδέα λέγοντας τους: "Δεν έχω ανάγκη για αγάπη".
Εκείνο ήταν το πέμπτο της ψέμα!

Όταν τελείωσα τις σπουδές μου και αποφοίτησα από το πανεπιστήμιο,βρήκα μια δουλειά αρκετά καλή,και πίστεψα πως είχε έρθει η ώρα η μάνα μου να ξεκουραστεί  και να αναλάβω εγώ τα έξοδα του σπιτιού. Εκείνη τότε δεν είχε τη δυνατότητα να γυρνάει στα σπίτια να πουλάει τα ρούχα. Οπότε πήγαινε κάθε πρωί λίγα λαχανικά στην αγορά και τα πούλαγε.Όταν δεν ήθελε να εγκαταλείψει τη δουλειά, της αφιέρωσα ένα μερίδιο από το μισθό μου. Η μάνα μου πάλι δεν πήρε τα λεφτά και μου είπε: "Παιδί μου, κράτησε τα λεφτά σου,εγώ έχω λεφτά που μου φτάνουν".
Ήταν η έκτη φορά που μου είπε ψέματα!

Μαζί με τη δουλειά μου,συνέχισα τις σπουδές ώστε να πάρω και μεταπτυχιακό. Πέρασα και αυξήθηκε ο μισθός μου.Η εταιρία στην οποία δούλευα μου έδωσε την ευκαιρία για εργασία στη Γερμανία.Ένιωσα μεγάλη χαρά.Άρχισα να ονειρεύομαι μια καινούργια και ευτυχισμένη ζωή. Αφού ταξίδεψα και προετοίμασα το έδαφος, επικοινώνησα με τη μάνα μου και την κάλεσα να έρθει να ζήσει μαζί μου. Αυτή όμως,δεν ήθελε να μ` ενοχλήσει, έτσι μου είπε: "Παιδί μου,εγώ δεν έχω συνηθίσει τη ζωή της πολυτέλειας".
Αυτό ήταν το έβδομο της ψέμα!

Η μάνα μου μεγάλωσε και εμφάνισε καρκίνο.Έπρεπε να είχε δίπλα της κάποιον για να την φροντίζει. Μα τι να κάνω που ήμουν πολύ μακριά; Άφησα λοιπόν τα πάντα και πήγα να την επισκεφτώ στο σπίτι μας. Την βρήκα καθηλωμένη στο κρεβάτι,αφού είχε εγχειριστεί. Όταν με είδε προσπάθησε να χαμογελάσει. Η καρδιά μου όμως είχε ραγίσει επειδή ήταν πολύ αδύνατη και πολύ αδύναμη. Δεν ήταν η μάνα μου που ήξερα.Τα κλάματα έτρεχαν από τα μάτια μου. Η μάνα μου προσπάθησε να με παρηγορήσει λέγοντας: "Μην κλαις παιδί μου,εγώ δεν πονάω".
Αυτό ήταν το όγδοό της ψέμα!

Κι αφού μου τα `πε αυτά,έκλεισε τα μάτια της και δεν τα άνοιξε ποτέ ξανά. 


 "Η μάνα μου", ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Η μάνα μου φοράει τσεμπέρι
Σαν τις μανάδες τις παλιές
Παίρνει την Παναγιά απ’ το χέρι
Και τρέχουνε στις γειτονιές
Και σμίγουνε με τον κοσμάκη
Που λέει το ψωμί το ψωμάκι.

Κι όταν γυρνάνε κούτσα κούτσα
Σαν δυο σκιές μες στη βραδιά
Με τα φτωχόρουχά τους λούτσα
Από βροχή και λασπουριά
δεν ξέρω να τις ξεχωρίσω
ποιανής το χέρι να φιλήσω.



"Της μάνας μου",  ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Ω μάνα μου, εφταπάρθενη
βαθιά αγκαλιά
που ως ουρανός ανοίγει!
Ανοίγει, ανοίγει —
μα από πού μπορεί η καρδιά να φύγει;

Πάντα θα ’ρτω να χαϊδευτώ
στα γόνατά σου από τ’ αχνό της ευλογίας το χέρι·
να πω το λόγο τον παλιό:
«Μάνα, φωτιά με βύζαξες
κι είναι η καρδιά μου αστέρι;»



"Για τη μάνα", ΑΝΤΟΥΑΝ ΝΤΕ ΣΑΙΝΤ - ΕΞΥΠΕΡΥ
(Από το βιβλίο του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ Γράμματα στη μητέρα του. Η επιστολή αυτή περιλαμβάνεται στην ανθολογία Για τη μάνα, Μαρής).


Μανούλα μου,
Ξαναδιάβασα το χτεσινό σου γράμμα, γεμάτο τρυφερότητα. Μανούλα μου, πώς ήθελα να ’μουν κοντά σου! Αν ήξερες πόσο μαθαίνω κάθε μέρα να σ’ αγαπώ περισσότερο! Δεν έγραψα τις τελευταίες μέρες, γιατί έχουμε τόση δουλειά τούτο τον καιρό. Είναι ήσυχα και γλυκά απόψε —όμως είμαι λυπημένος— δεν ξέρω γιατί.
[…] Γράψε μου, τα γράμματά σου μου κάνουν καλό. Τα δέχομαι σα μια δροσιά. Μανούλα μου, πώς τα καταφέρνεις να βρίσκεις αυτές τις γλυκές κουβέντες που μου γράφεις; Μένω συγκινημένος όλη τη μέρα… Σ’ έχω τόσο ανάγκη, όσο τον καιρό που ήμουνα μικρός. Oι επικεφαλής, η στρατιωτική πειθαρχία, οι ασκήσεις, τι στεγνά και στυφά πράματα! Σε συλλογιέμαι να ταχτοποιείς τα λουλούδια μέσα στο σαλόνι, και με πιάνει μια αντιπάθεια για τους «επικεφαλής».
Πώς άντεξα και σ’ έκαμα μερικές φορές να κλάψεις; Όταν το σκέφτομαι, είμαι τόσο δυστυχισμένος. Σ’ έκαμα ν’ αμφιβάλεις για την αγάπη μου. Και όμως αν την ήξερες, μανούλα μου!…
Είσαι ό,τι καλύτερο υπάρχει στη ζωή μου. Νιώθω απόψε τη νοσταλγία της πατρίδας, σαν ένα παιδάκι. Να σκέφτομαι πως εκεί κάτω περπατάς και μιλάς και πως θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί, κι όμως ούτε χαίρομαι την τρυφεράδα σου ούτε μπορώ να ’μαι για σένα ένα στήριγμα.
Στ’ αλήθεια είμαι βαθύτατα λυπημένος απόψε. Στ’ αλήθεια είσαι η μόνη παρηγοριά όταν είμαι λυπημένος. Σαν ήμουνα παιδί, γύριζα με τη βαριά μου τσάντα στη ράχη, κλαίοντας μ’ αναφιλητά γιατί με τιμώρησαν —θυμάσαι τότε στο Μανς;— και μόνο που μ’ αγκάλιαζες, όλα τα ξεχνούσα. Ήσουν ένα στήριγμα δυνατό που με γλίτωνε από τους επιμελητές και τους παπάδες. Ένιωθε κανείς σιγουριά μες στο σπίτι σου —ήμαστε δικοί σου μονάχα— τι ωραία που νιώθαμε!
Ε, λοιπόν, πάντα είναι το ίδιο. Εσύ είσαι και τώρα το καταφύγιο, εσύ μονάχα τα ξέρεις όλα — εσύ μπορείς να με κάνεις να λησμονάω και να νιώθω πάλι σαν ένα μικρό, μικρό αγόρι.
Μανούλα μου, σ’ αφήνω. Έχω πολλή δουλειά. Θα σταθώ λίγο στο παράθυρο ν’ αναπνεύσω. Έξω τραγουδάνε τα βατράχια όπως στο Saint Maurice, όμως ετούτα τραγουδάνε τόσο πιο άσχημα!

Σε φιλώ πολύ τρυφερά
Ο μεγάλος σου γιος Αντουάν







 "Και ο Θεός έπλασε τη μητέρα", ΠΑΟΛΟ ΚΟΕΛΙΟ

Ο Θεός κάλεσε τον πιο αγαπημένο Του άγγελο και του παρουσίασε ένα πρότυπο μητέρας. Στον άγγελο δεν άρεσε αυτό που είδε.
- Εργαστήκατε πολύ, Κύριε, δεν ξέρετε πλέον τι κάνετε, είπε ο άγγελος. Κοιτάξτε! Φιλί ειδικό, που θεραπεύει όλες τις αρρώστιες, έξι ζευγάρια χέρια για να μαγειρεύει, να πλένει, να σιδερώνει, να φροντίζει, να ελέγχει, να καθαρίζει. Δε θα δουλέψει!
- Το πρόβλημα δεν είναι τα χέρια, αντέτεινε ο Θεός. Είναι τα τρία ζευγάρια μάτια που χρειάστηκε να βάλω: ένα, για να βλέπει το παιδί της πίσω από κλειστές πόρτες και να το προστατεύει από ανοιχτά παράθυρα, ένα άλλο, για να το κοιτάζει με αυστηρότητα, όταν πρέπει να του μάθει κάτι ουσιώδες και το τρίτο, για να του δείχνει διαρκώς τρυφερότητα και αγάπη, όση δουλειά κι αν έχει εκείνη!
Ο άγγελος εξέτασε το πρότυπο της μητέρας πιο προσεκτικά.
- Κι αυτό τι είναι;
- Ένας μηχανισμός αυτοθεραπείας. Δε θα έχει χρόνο να αρρωσταίνει, θα πρέπει να ασχολείται με το σύζυγό της, με τα παιδιά, με το σπίτι.
- Νομίζω ότι πρέπει να ξεκουραστείτε λίγο, Κύριε, είπε ο άγγελος. Και να επιστρέψετε στο κλασικό πρότυπο με τα δύο χέρια, τα δύο μάτια, κ.λπ.
Ο Θεός συμφώνησε με τον άγγελο. Αφού ξεκουράστηκε, μεταμόρφωσε τη μητέρα σε κανονική γυναίκα. Εξομολογήθηκε όμως στον άγγελο:
- Χρειάστηκε να της δώσω μια τόσο δυνατή θέληση, ώστε να νομίζει ότι θα έχει έξι χέρια, τρία ζευγάρια μάτια και ικανότητα αυτοθεραπείας. Αλλιώς, δε θα καταφέρει να εκπληρώσει το καθήκον της.
Ο άγγελος την εξέτασε από κοντά. Κατά τη γνώμη του, αυτή τη φορά ο Θεός είχε επιτύχει. Ξαφνικά όμως πρόσεξε ένα λάθος:
- Αδειάζει. Αναρωτιέμαι, Κύριε, μήπως βάλατε ξανά υπερβολικά πολλά πράγματα σε αυτό το πρότυπο μητέρας.
- Δεν αδειάζει. Αυτό ονομάζεται δάκρυ.
- Και σε τι χρησιμεύει;
- Για να δείχνει χαρά, λύπη, απογοήτευση, πόνο, θυμό, ενθουσιασμό.
- Κύριε, είστε μεγαλοφυΐα! αναφώνησε ο άγγελος. Ακριβώς αυτό ήταν που έλειπε, για να συμπληρωθεί το πρότυπο.
Ο Θεός πρόσθεσε με ύφος μελαγχολικό:
- Δεν το έβαλα εγώ. Όταν συναρμολόγησα όλα τα μέρη, το δάκρυ εμφανίστηκε από μόνο του.
Ο άγγελος συγχάρηκε πάλι τον Παντοδύναμο κι έτσι δημιουργήθηκαν οι μητέρες.

2η      εκδοχή

Όταν ο καλός Θεός δημιουργούσε τις μητέρες, βρισκόταν στην έκτη μέρα συνεχούς δουλειάς, όταν ο άγγελος εμφανίστηκε και είπε: «Παιδεύεστε πολύ με αυτό το δημιούργημα.»

Και είπε ο Θεός: » Έχεις διαβάσει τις προδιαγραφές που πρέπει να έχει αυτό εδώ; Πρέπει να είναι εντελώς αδιάβροχο αλλά όχι πλαστικό, να έχει 180 μετακινούμενα μέρη που να μπορούν να αντικαθίστανται, να κινείται πάνω σε χυμένο καφέ και σε άλλα τροφικά κατάλοιπα, να έχει ποδιά που εξαφανίζεται όταν σηκώνεται, ένα φιλί που να θεραπεύει οτιδήποτε από ένα σπασμένο πόδι μέχρι μια ερωτική απογοήτευση, και να έχει έξι ζευγάρια χέρια.»

Ο άγγελος κούνησε το κεφάλι του αργά και είπε: «Έξι ζευγάρια χέρια…με κανέναν τρόπο.»

«Δεν είναι τα χέρια που μου δημιουργούν προβλήματα,» είπε ο Θεός. «Είναι τα τρία ζευγάρια μάτια που πρέπει να έχουν οι μητέρες.»

«Αυτά θα υπάρχουν στο στάνταρ μοντέλο;» ρώτησε ο άγγελος.

Ο Θεός έγνεψε καταφατικά. «Το ένα ζευγάρι για να βλέπει μέσα από κλειστές πόρτες όταν αυτή ρωτάει, «Τι κάνουν τα παιδιά εκεί;» όταν ήδη αυτή ξέρει. Το άλλο ζευγάρι στο πίσω μέρος του κεφαλιού της για να βλέπει όσα δεν μπορούσε αλλά πρέπει να ξέρει, και φυσικά ένα τρίτο ζευγάρι εδώ μπροστά για να μπορεί να βλέπει πότε ένα παιδί κάνει γκάφες και να λέει, «Καταλαβαίνω και σ” αγαπώ,» χωρίς να χρειάζεται να βγάλει λέξη.

«Κύριε,» είπε ο άγγελος αγγίζοντας ευγενικά το μανίκι του, «Ξεκουραστείτε τώρα. Αύριο είναι άλλη μέρα.».

«Δεν μπορώ,» είπε ο Θεός. «Είμαι πολύ κοντά στο να δημιουργήσω κάτι που μοιάζει τόσο πολύ με μένα. Ήδη έχω κάνει μία πού θεραπεύει μόνη της τον εαυτό της όταν είναι άρρωστη, που μπορεί να ταΐσει μια οικογένεια έξη ατόμων με μια μπουκιά ψωμί και που μπορεί να βάλει ένα εννιάχρονο παιδί να σταθεί κάτω από το ντους.»

Ο άγγελος περιτριγύρισε το μοντέλο της μητέρας πολύ αργά. «Είναι πολύ απαλή,» αναστέναξε.»

«Αλλά και πολύ σκληρή!» είπε ο Θεός με έμφαση. «Δεν μπορείς να φανταστείς τι μπορεί να κάνει ή τι μπορεί να αντέξει μια μητέρα.»

«Μπορεί να σκέφτεται;»

«Όχι μόνο σκέφτεται, αλλά μπορεί να λογικεύει και να συμβιβάζει,» είπε ο Δημιουργός.

Τελικά ο άγγελος έσκυψε πάνω της  άγγιξε με το δάχτυλο του το μάγουλό της. «Εδώ υπάρχει μια διαρροή,» είπε. «Σας το είπα, προσπαθήσατε να τοποθετήσετε πάρα πολλά σ” αυτό το μοντέλο.»

«Δεν είναι διαρροή,» είπε ο Θεός. «Είναι ένα δάκρυ.»

«Και σε τι χρησιμεύει;»

«Είναι για χαρά, λύπη, απογοήτευση, πόνο, μοναξιά και υπερηφάνεια.»

«Είστε μεγαλοφυΐα,» είπε ο άγγελος.

Ο Θεός κοίταξε μελαγχολικά, «Δεν το έβαλα εγώ εκεί.»